ἀπόβλητος

ἀπόβλητος
ἀπόβλητος, ον verbal adj. of ἀποβάλλω (Hom. et al.; pap, Aq., Sym.; Philo, Spec. Leg. 2, 169 [cp. Nägeli 25]) rejected (Herm. Wr. 6, 1)=unclean (opp. κάλος) 1 Ti 4:4.—DELG s.v. βάλλω.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀπόβλητος — to be thrown away masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόβλητος — η, ο (AM ἀπόβλητος, ον) [αποβάλλω] 1. αυτός που έχει αποβληθεί από κάπου 2. ο απομονωμένος, ο αξιοκαταφρόνητος αρχ. εκείνος που είναι δυνατόν να χαθεί νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. βιομηχανικά απόβλητα κάθε στερεή, υγρή ή αέρια ουσία ή και η θερμότητα… …   Dictionary of Greek

  • απόβλητος — η, ο αυτός που διώχτηκε, που αποκλείστηκε: Ανήκε στους απόβλητους της κοινωνίας· το ουδ. ως ουσ. στον πληθ., τα απόβλητα οι ακαθαρσίες από τις διάφορες επεξεργασίες υλών στα εργοστάσια: Τα απόβλητα των εργοστασίων συντελούν πολύ στη μόλυνση του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποβλητότερον — ἀπόβλητος to be thrown away adverbial comp ἀπόβλητος to be thrown away masc acc comp sg ἀπόβλητος to be thrown away neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόβλητον — ἀπόβλητος to be thrown away masc/fem acc sg ἀπόβλητος to be thrown away neut nom/voc/acc sg ἀποβάλλω throw off aor ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβλήτοις — ἀπόβλητος to be thrown away masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβλήτου — ἀπόβλητος to be thrown away masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβλήτους — ἀπόβλητος to be thrown away masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβλήτων — ἀπόβλητος to be thrown away masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβλήτῳ — ἀπόβλητος to be thrown away masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόβλητα — ἀπόβλητος to be thrown away neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”